Μίσθωση ακινήτου είναι η σύμβαση εκείνη κατά την οποία ο ένας εκ των συμβαλλομένων (εκμισθωτής) παραχωρεί στον άλλον το συμβαλλόμενο (μισθωτή) τη χρήση του ακινήτου για όσο χρόνο διαρκεί η μισθωτική σύμβαση. Η σύμβαση μισθώσεως ακινήτου μπορεί να καταρτιστεί και προφορικά αφού δεν είναι υποχρεωτικός ο έγγραφος τύπος.
Όμως στη σημερινή εποχή λόγω της πολυπλοκότητας μιας μισθωτικής σύμβασης κρίνεται αναγκαία η σύνταξη του μισθωτηρίου από το δικηγόρο για την αποφυγή πολλών προβλημάτων στο μέλλον .
Οι μισθώσεις κυρίας κατοικίας διέπονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 574-618) , και από το άρθρο 2 του ν.1703/1987 όπως αντικαταστάθηκε. με το άρθρο 1 παρ.5 του ν.2235/94 που ορίζουν και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη υποχρεωτική ελάχιστη τριετή διάρκεια εκτός εάν η μίσθωση λυθεί μεταγενέστερα με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Οι μισθώσεις αυτές είναι οι συνηθέστερες και οι μισθωτές που πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια τυγχάνουν κρατικής επιδότησης .
μέρη υποχρεωτική ελάχιστη τριετή διάρκεια εκτός εάν η μίσθωση λυθεί μεταγενέστερα με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Οι μισθώσεις αυτές είναι οι συνηθέστερες και οι μισθωτές που πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια τυγχάνουν κρατικής επιδότησης .
Τέλος κύρια κατοικία πρέπει να νοηθεί η κατοικία η οποία αποτελεί κυρίως κέντρο εγκατάστασης και διαβίωσης του μισθωτού. Έτσι για την υπαγωγή της μίσθωσης στο ν. 1703/1987, το αστικό ακίνητο πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για κύρια κατοικία, διότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται για οποιαδήποτε άλλη χρήση (δευτερεύουσα κατοικία, εξοχικό κ.λ.π.). Αν το αστικό αυτό ακίνητο παύσει για οποιονδήποτε λόγο να χρησιμοποιείται ως κατοικία κυρία, παύει και η προστασία του ν. 1703/1987 και η μίσθωση μετατρέπεται σε αστική και υπόκειται στις διατάξεις του ΑΚ.
Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου που ορίζουν τα παρακάτω:
- 1._Η μίσθωση ακινήτου για κατοικία ισχύει τουλάχιστο για (3) έτη, κι αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρονικό διάστημα ή για αόριστο χρόνο. Η διάταξη αυτή ισχύει και μετά την 1.7.1997. Σύντμηση της τριετίας επιτρέπεται με νεότερη συμφωνία απέχουσα από την έναρξη της μισθωτικής σύμβασης τουλάχιστον έξι (6) μήνες μετά την κατάρτισή της και αποδεικνυόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αν ο συμβατικός χρόνος έχει καθορισθεί μικρότερος της τριετίας και δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής του μισθώματος για τον υπόλοιπο χρόνο το καταβαλλόμενο μίσθωμα αυξάνεται με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 3 του παρόντος νόμου, ως και την 1.1.1997. Μετά την ημερομηνία αυτή, το καταβαλλόμενο μίσθωμα αυξάνεται ετησίως κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του τιμάριθμου του κόστους ζωής, όπως αυτό έχει καθορισθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος για τους αμέσως προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες.
- 2._Προκαταβολή μισθώματος επιτρέπεται μόνο για τον τρέχοντα μισθωτικό μήνα. Απαγορεύεται η καταβολή από το μισθωτή εγγυοδοσίας για την εκτέλεση της σύμβασης ποσού μεγαλύτερου από τα μισθώματα δύο μηνών.
- 3._Η καθυστέρηση καταβολής από το μισθωτή των δαπανών των κοινοχρήστων του μισθίου και κάθε άλλης χρηματικής οφειλής, που αφορά το μίσθιο και κατά τη συμφωνία τον βαρύνει, έχει τα έννομα αποτελέσματα καθυστέρησης του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει και όταν ο μισθωτής δεν καταβάλλει την αποζημίωση που έχει επιδικαστεί τελεσίδικα για φθορές ή μεταβολές στο μίσθιο.
- 4._Ο μισθωτής υποχρεούται να επιτρέψει στον εκμισθωτή ή σε αντιπρόσωπό του, οι οποίοι μπορούν να συνοδεύονται από εμπειροτέχνη ή πραγματογνώμονα να επισκέπτονται το μίσθιο μία φορά κάθε τρίμηνο, για να διαπιστώσουν την καλή και σύμφωνη με τους όρους της μίσθωσης χρήση του. Αδικαιολόγητη άρνηση του μισθωτή παρέχει στον εκμισθωτή το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της σύμβασης.