
Ο νόμος 4579/2020 στο κεφάλαιο «Η» αυτού θέτει ένα νέο και λειτουργικότερο πλαίσιο των διατάξεων για τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις. Απλοποιεί την διαδικασία άρσης της ρυμοτομικής και απαλλάσσει τον πολίτη από το πλήθος των εγγράφων που όφειλε να προσκομίσει για να υποβάλει ο πολίτης αίτηση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου.
Θέτει όρια στις διαδοχικές επανεπιβολές ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και θεσπίζει ταχεία διαδικασία για την τροποποίηση των ρυμοτομικών σχεδίων μετά την οριστική άρση μιας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης με την εφαρμογή διαδικασίας εντός στενών χρονικών πλαισίων.
Αίρονται οι καθυστερήσεις στην άρση των απαλλοτριώσεων ώστε να τεθεί οριστικό τέλος στην στέρηση της ιδιοκτησίας και την καταστρατήγηση του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Τέλος περιέχει μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή των διατάξεων του σε προγενέστερες άρσεις ρυμοτομικών βαρών και ορίζει ότι οι διατάξεις του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων εφαρμόζονται συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Καθίσταται πλέον αποτελεσματικότερος ο ρόλος του εντολοδόχου δικηγόρου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα πελάτη του. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Δήμοι κατ΄ αρχήν δεν συμφωνούν με τέτοιου είδους ρυθμίσεις καθόσον μειώνονται εγκεκριμένοι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι με συνέπεια την επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και την στέρηση των ελευθέρων αδόμητων χώρων της πόλης .
Απαιτείται λοιπόν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο διαρκής παρακολούθηση της ολοκλήρωσης των απαιτούμενων ενεργειών κυρίως των Δήμων αλλά και της Περιφέρειας και δη εντός των προβλεπομένων χρονικών ορίων και η προσφυγή του πολίτη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του στα Διοικητικά Δικαστήρια και Αρχές για τις παραλείψεις η πλημμέλειες αυτών.
Επισημαίνεται ότι η άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, όταν παρέλθουν οι προβλεπόμενες προθεσμίες (15 έτη από την αρχική έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου, 5 έτη από την κύρωση πράξης εφαρμογής ή 18 μήνες από τον καθορισμό τιμής μονάδας), επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται έκδοση διαπιστωτικής πράξης. Σε τέτοια περίπτωση, ο ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να ζητήσει τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με απλή αίτηση προς τον Δήμο, επισυνάπτοντας μόνον αποδεικτικό κυριότητας.
Η τροποποίηση μπορεί να κινηθεί είτε με πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη είτε αυτεπαγγέλτως από τον Δήμο, εφόσον δεν συντρέχουν σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι για διατήρηση του χώρου. Αντίθετα, σε περίπτωση που ο Δήμος επιδιώξει επανεπιβολή απαλλοτρίωσης, υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης και να δεσμεύσει άμεσα το ποσό της αποζημίωσης σε ειδικό κωδικό του προϋπολογισμού του.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η ενεργοποίηση του Πράσινου Ταμείου, το οποίο δύναται να καλύψει την αποζημίωση στο πλαίσιο ειδικού χρηματοδοτικού προγράμματος, υπό αυστηρές προϋποθέσεις (υποβολή αίτησης αναγνώρισης δικαιούχου, κύρωση πράξης εφαρμογής ή αναλογισμού εντός 6 μηνών). Αν οι προϋποθέσεις δεν τηρηθούν, το ποσό αναζητείται ως αχρεώστητη καταβολή.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διατάξεις των άρθρων 87 έως 89 δεν εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις. Εξαιρούνται ρητά:
– Ιδιοκτησίες που έχουν χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστοι χώροι από το ρυμοτομικό σχέδιο ή υπήχθησαν σε ειδικά καθεστώτα απαγόρευσης οικοδόμησης, όπως εκείνα που αφορούν ρέματα, αιγιαλούς, παραλίες, ζώνες προστασίας, αστικά άλση κ.λπ.
– Ρυμοτομούμενα τμήματα που παραχωρήθηκαν άτυπα και διανοίχθηκαν εν τοις πράγμασι κοινόχρηστοι δρόμοι, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας και να εκδοθεί οικοδομική άδεια ή να γίνει μεταβίβαση του ακινήτου. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 28 του ν. 1337/1983.
– Τμήματα ιδιοκτησιών που παραχωρήθηκαν με συμβολαιογραφική πράξη στον δήμο, για τη διάνοιξη δρόμου, ο οποίος όμως τελικά δεν διανοίχθηκε. Οι ιδιοκτήτες αυτοί διατηρούν μόνο δικαίωμα αποζημίωσης για τη στέρηση της ιδιοκτησίας τους.
– Ιδιοκτησίες εντός συνεταιριστικών ρυμοτομικών σχεδίων, των οποίων οι κοινόχρηστοι χώροι περιήλθαν αυτοδικαίως στους δήμους κατά το ν.δ. 690/1948. Εκεί, υπεύθυνος για την αποζημίωση είναι ο συνεταιρισμός, ή, εάν αυτός έχει διαλυθεί, ο δήμος που τον διαδέχθηκε.
Οι εξαιρέσεις αυτές αποκλείουν την εφαρμογή του νέου πλαισίου άρσης και τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, προστατεύοντας συγχρόνως τις λειτουργίες του δημοσίου χώρου και της πολεοδομικής οργάνωσης.